πολυνίκης

πολυνίκης
ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ιερο-νίκης, ολυμπιο-νίκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυνίκης — πολυνί̱κης , πολυνίκης a frequent conqueror masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυνίκης — ο, η αθλητής με πολλές νίκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

  • Θεαγένης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Μεγάρων (7ος αι. π.Χ.). Ήταν προστάτης των χωρικών εναντίον των αριστοκρατικών της πόλης, τους οποίους κατόρθωσε να εξουδετερώσει. Περιβαλλόταν από ένοπλη φρουρά και βοήθησε τους φτωχούς με μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • πολυνίκην — πολυνί̱κην , πολυνίκης a frequent conqueror masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυνίκου — πολυνί̱κου , πολυνίκης a frequent conqueror masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”